- υπερκατοικημένος
- -η, -ο, Ν1. (ζωολ.-οικολ.) (για περιβάλλον) αυτός στον οποίο ο ζωικός πληθυσμός υπερβαίνει τον πληθυσμό που μπορεί να θρέψει και να προμηθεύσει με οξυγόνο2. (κοινων.) (για οικισμό ή περιοχή) αυτός τού οποίου ο πληθυσμός είναι πολυάριθμος σε σχέση με τις φυσικές διαστάσεις και τις δυνατότητες τού περιβάλλοντος υποδοχής.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. surpeuplement].
Dictionary of Greek. 2013.